κομίστρια

κομίστρια
κομίστρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ …   Dictionary of Greek

  • κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός …   Dictionary of Greek

  • μυροκομίστρια — μυροκομίστρια, ἡ (Μ) γυναίκα η οποία μεταφέρει μύρο, μυροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κομίστρια (< κομίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κομιστής — ο θηλ. κομίστρια αυτός που φέρνει κάτι: Ο κομιστής της επιστολής είναι φίλος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”